περισβέννυμι

περισβέννυμι
Α
1. σβήνω κάτι γύρω γύρω, σβήνω ολόγυρα
2. μέσ. περισβέννυμαι
μτφ. καταπαύω, καταπραΰνω («περισβέννυσθαι δὲ αὐτοῑς τὰς ὁρμάς», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σβέννυμι «σβήνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”